σκιά

σκιά
Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο στην περίπτωση που χρησιμοποιείται για την πρόκληση της μια εντοπισμένη σ’ ένα σημείο φωτεινή πηγή. Οι φωτεινές πηγές που χρησιμοποιούνται για το σκοπό αυτό, έχουν κάποια έκταση, και το φαινόμενο γίνεται πολύπλοκο γιατί δίπλα στην περιοχή της σκιάς, όπου δεν φτάνουν φωτεινές ακτίνες, σχηματίζεται μια άλλη ζώνη, της οποίας η έκταση είναι μεγαλύτερη ή μικρότερη, ανάλογα με τις διαστάσεις της φωτεινής πηγής και του σώματος που παρεμβάλλεται και των αποστάσεων ανάμεσα στην πηγή, το σώμα και την οθόνη στην οποία εμφανίζεται η σκιά. Στην περιοχή όπου φτάνει μόνον ένα μέρος των ακτίνων που εκπέμπει η πηγή, αποτελεί την περιοχή παρασκιάς. Ο σχηματισμός των δύο περιοχών που προαναφέραμε παρατηρείται με όλους τους τύπους ακτινοβολίας, αρκεί να παρεμβληθούν εμπόδια των οποίων οι διαστάσεις να είναι μεγάλες σε σχέση με το μήκος του κύματος της ακτινοβολίας που χρησιμοποιείται. Εάν οι διαστάσεις των είναι μικρές, τότε οι ακτινοβολίες κυκλώνουν το εμπόδιο και παρατηρούνται απροσδόκητα φαινόμενα. Αντί δηλ. για σκιά και παρασκιά, στην οθόνη εμφανίζονται φαινόμενα διάθλασης. Η έννοια της σκιάς δεν περιορίζεται στην περίπτωση της οπτικής ακτινοβολίας, αλλ’ επεκτείνεται αναλογικά και στη γενικότερη περίπτωση των ηλεκτρομαγνητικών ακτινοβολιών ή των ηχητικών κυμάτων.
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. σκιή Α
1. έλλειψη φωτός, μέρος τού χώρου όπου δεν εισχωρεί η ακτινοβολία μιας φωτεινής πηγής λόγω τής παρεμβολής αδιαφανούς σώματος, αλλ. ήσκιος (α. «κάθεται στη σκιά, γιατί πονάει το κεφάλι του» β. «ὑπὸ κίονος σκιὰν ἔπτηξεν», Ευρ.)
2. συνεκδ. το σκοτεινό είδωλο αδιαφανούς σώματος, το οποίο σχηματίζεται στο έδαφος ή σε άλλη επιφάνεια όταν το σώμα φωτίζεται από την αντίθετη διεύθυνση (α. «είδε τη σκιά του και φοβήθηκε» β. «ἵνα ἐρχομένου Πέτρου κἂν ἡ σκιὰ ἐπισκιάσῃ τινὶ αὐτῶν», ΚΔ
«τὴν αὐτοῡ σκιὰν δέδοικεν», Αριστοφ.)
3. υπερφυσικό όν, πλάσμα χωρίς υλική υπόσταση, αερικό (α. «σε αυτό το σπίτι βγαίνουν σκιές τη νύχτα» β. «σποδόν τε καὶ σκιάν», Σοφ.)
4. το φάντασμα πεθαμένου, η ψυχή του (α. «ο Άμλετ είδε τότε τη σκιά τού πατέρα του» β. «κατθανὼν δὲ πᾱς ἀνὴρ γῆ καὶ σκιά», Ευρ.)
5. άνθρωπος αδύνατος, σκελετωμένος, εξασθενημένος από αρρώστια ή ταλαιπωρίες (α. «κατάντησε σκιά από την πείνα» β. «κακωθεὶς δ' οὐδὲν ἄλλ' εἰμ' ἢ σκιά», Αισχύλ.)
6. (σχετικά με ζωγραφική) το σκιερό, σκοτεινό μέρος ενός πίνακα (α. «το πορτραίτο του ήταν γεμάτο σκιές» β. «τὰ λαμπρά τη σκιᾷ τρανότερα ποιοῡσι», Πλούτ.)
7. φρ. α) «σκιάς όναρ άνθρωπος» — ο άνθρωπος είναι ένα τίποτε, η υπόστασή του είναι σαν τη σκια
β) «περί όνου σκιάς» — για το τίποτε (Αριστοφ.)
νεοελλ.
φρ. α) «ιπτάμενη σκιά»
αστρον. ατμοσφαιρικό φαινόμενο που συνίσταται σε μια σειρά από εναλλασσόμενες φωτεινές και σκοτεινές ταινίες που φαίνεται ότι κινούνται καθέτως προς την επιμήκη διάστασή τους κατά μήκος τού εδάφους και που οφείλεται σε τοπικές ανομοιογένειες τής ατμόσφαιρας, λίγο πριν και λίγο μετά από την ολοκλήρωση μιας έκλειψης Ηλίου
β) «ζώνη σκιάς»
φυσ. περιοχή στην οποία τα ακουστικα κύματα είναι ανύπαρκτα λόγω παρεμπόδισης ή διάθλασής τους
γ) «κώνος σκιάς»
αστρον. σκιά σε σχήμα κώνου που προβάλλεται από έναν πλανήτη ή δορυφόρο σε διεύθυνση αντίθετη με εκείνην τού Ηλίου
γ) «έγινε σκιά του»
i) τόν ακολουθεί συνεχώς και παντού
ii) έγιναν αχώριστοι σύντροφοι
δ) «φοβάται [ή τρέμει] και τη σκιά του» — είναι υπερβολικά δειλός ώστε να φοβάται ακόμη και όταν δεν υπάρχει λόγος
ε) «οι σκιές τών προγόνων» — η ανάμνηση τών προγόνων
στ) «ο κόσμος τών σκιών» — ο κόσμος τών νεκρών, ο Άδης
ζ) «δεν φάνηκε σκιά» — δεν ήλθε κανείς, υπήρξε πλήρης απουσία
η) «θέατρο σκιών» — είδος λαϊκού θεάτρου, στο οποίο οι πρωταγωνιστές είναι φιγούρες από χαρτόνι ή άλλο υλικό, που τίς κινεί κάποιος πίσω από λευκή, κατάλληλα φωτισμένη οθόνη από πανί, ο καραγκιόζης
μσν.-αρχ.
πονηρό πνεύμα
αρχ.
1. καθετί το ασήμαντο («οὐδὲν μᾱλλον ἢ καπνοῡ σκιά», Σοφ.)
2. σκιαγράφημα («Διόδωρος σκιὰν Ἀντιφίλου ἐποίησεν», πάπ.)
3. αντανάκλαση, εικόνα στην επιφάνεια υγρού
4. βαθύχρωμη παρυφή ή διακοσμητικό εξάρτημα ενδύματος («καλάσηριν ή ύπόδυμα μὴ ἔχον σκιάς», επιγρ.)
5. ξένος, επισκέπτης τον οποίο απρόσκλητα φέρνει μαζί του άλλος προσκεκλημένος
6. φρ. α) «σκιὰ θανάτου» — πολύ σκοτεινός τόπος, όπου κατοικούν οι ψυχές τών αμαρτωλών
β) «αἱ τοῡ δικαίου σκιαί» — λέγεται για να δηλώσει την έλλειψη δικαιοσύνης
γ) «ἡ ἐν Δελφοῑς σκιά» — το φάντασμα τών Δελφών, το αμφικτιονικό συνέδριο (Δημοσθ.)
δ) «Ὄνου σκιά» — τίτλος κωμωδίας τού Αρχίππου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σκιά (< IE *skiyā) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *skāi- / ski- «σκιά, σκιερός» (που παρουσιάζει σπάνια και δυσερμήνευτη στην ινδοευρωπαϊκή φωνητική εναλλαγή μακρόφωνης διφθόγγου -āi- και φωνηεντισμού -i-) και συνδέεται με αλβ. hije, τοχαρ. Β' skiyo, αρχ. ινδ. chāyā «σκιά, εικόνα, αντανάκλαση» και περσ. sāya (με μακρό φωνηεντισμό). Αβέβαιη θεωρείται η ένταξη στην ίδια ρίζα με τον τ. σκιά τής λ. σκη-νή* / σκᾶ-νά (με έρρινο επίθημα, πρβλ. αρχ. σλαβ. sěni, ρωσ. senĭ «σκιά») και τών τύπων που παραδίδει ο Ησύχιος: σκοιά
σκοτεινά, σκοιόν
ἰσχυρόν, δασύ, μαλακόν, βαθύ, μέγα, χλωρόν, ποικίλον, σύσκιον και σκοίδον. Η λ. σκιά με σημ. «ήσκιος, σκοτεινό είδωλο» χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει γενικά την έννοια τού σκοτεινού, τού φοβερού (πρβλ. σκιάζω, σκιάχτρο) με μυστηριακές και μεταφυσικές προεκτάσεις ήδη από τον Όμηρο: «σκιά θανάτου», «υπερφυσικό όν, φάντασμα, αερικό, το φάντασμα τής ψυχής νεκρού», «πονηρό πνεύμα». Σε άλλες περιπτώσεις, μτγν., η λ. χρησιμοποιήθηκε με τη σημ. τής προστασίας, τής προφύλαξης ειδικά από τον ήλιο (πρβλ. σκιάς, σκιάδειον καί, νεοελλ., σκιάδι «καπέλλο»). Στη Νεοελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται ο τ. ήσκιος*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σκιά — σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc/acc dual (ionic) σκιά̱ , σκιά shadow fem nom/voc sg (attic doric ionic aeolic) σκιάς canopy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκία — σκίᾱ , σκιάω overshadow pres imperat act 2nd sg σκίᾱ , σκιάω overshadow imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιᾷ — σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) σκιάζω overshadow fut ind mid 2nd… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιά — η 1. ίσκιος: Κάθισε στη σκιά ενός δέντρου για να ξεκουραστεί. 2. αχώριστος σύντροφος: Έγινε η σκιά του. 3. επίπτωση, επίδραση: Οι ποιητές της γενιάς του 1880 βρίσκονται κάτω από τη βαριά σκιά του Παλαμά. 4. φάντασμα, άυλη υπόσταση: Είδε στον ύπνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκιᾶ — σκιάω overshadow pres subj act 1st sg (doric aeolic) σκιάω overshadow pres ind act 1st sg (doric aeolic) σκιάζω overshadow fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Σκιά — Σκιάς canopy fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Οὐ δέομαι φὶλου συμμεθισταμένου καὶ συνεπινεύοντος, ἡ γὰρ σκία ταῦτα ποιεῖ μᾶλλον. — См. Поддакивать …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • σκιᾶι — σκιᾷ , σκιά shadow fem dat sg (attic doric ionic aeolic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj mp 2nd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind mp 2nd sg (epic) σκιᾷ , σκιάω overshadow pres subj act 3rd sg σκιᾷ , σκιάω overshadow pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιάσας — σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem acc pl (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow pres part act fem gen sg (doric) σκιά̱σᾱς , σκιάω overshadow aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) σκιά̱σᾱς , σκιάζω overshadow fut part… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκιαγραφήσει — σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows aor subj act 3rd sg (epic) σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind mid 2nd sg σκιᾱγραφήσει , σκιαγραφέω paint with the shadows fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”